- συμπεπυκνωμένος
- η , ο сгущённый;
συμπεπυκνωμένό γάλα — сгущённое молоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπεπυκνωμένό γάλα — сгущённое молоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύστειπτος — ον, A (κατά τον Ησύχ.) «συμπεπυκνωμένος, συμπεφυκώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στ(ε)ιπτος (< στιπτός < στείδω «πατώ, καταπατώ»)] … Dictionary of Greek